- ἰωδῶν
- ἰώδηςlike verdigrismasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
ιώδης — (I) ες (Α ἰῶδης, ες) [ίον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιόχρους, μενεξεδής 2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη τού ερυθρού και τού κυανού, ως οπτικών αισθημάτων β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με… … Dictionary of Greek
ροζαμένη — η, Ν χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών ενώσεων, ερυθρών και ιωδών χρωστικών υλών, ανάλογων προς τις ροδαμίνες, που προκύπτουν κατά τη συμπύκνωση τών αλκυλο μ αμινοφαινολών με το φαινυλοχλωροφόρμιο … Dictionary of Greek
σαφρανίνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι σαφρανίνες χημ. συνοπτική ονομασία ιωδών ή ερυθρών χρωστικών υλών που ανήκουν στην ομάδα τών αζινοχρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στη Νέα Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. safranine < γαλλ. safran (πρβλ. σαφράν) + κατάλ. ine… … Dictionary of Greek